κοιρανίῃ

κοιρανίῃ
κοιρανία
sovereignty
fem dat sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοιρανίη — κοιρανία sovereignty fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιρανία — κοιρανία, ιων. τ. κοιρανίη, ἡ (Α) [κοίρανος] κυριαρχία, δύναμη, αρχή, εξουσία …   Dictionary of Greek

  • φιλοκοιρανίη — ἡ, Α αγάπη για την εξουσία, για την κατάληψη υψηλών αξιωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κοιρανίη «εξουσία, κυριαρχία»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”